Powered By Blogger

Translate

29 Μαρτίου 2024

Artista di strada

Artista di strada 


 

Έχω μια φίλη στη Ρώμη, δημοσιογράφο, και προχθές μου έστειλε την πιο πάνω φωτογραφία μ’ ένα μικρό κείμενο. Το εξής:

«Αυτός, είναι ένας Artista di strada, (μου έγραφε), «καλλιτέχνης δρόμου», δηλαδή. Εδώ, αναπαριστά το άγαλμα ενός πολιτικού του μεσαίωνα. Έτυχε να γνωριστούμε ένα απόγευμα, όταν τέλειωσε τη δουλειά του. Μάζεψε τα πράματά του και πριν πάει στο σπίτι του πέρασε από το bar απέναντι, να πιει ένα καπουτσίνο. Ήμουν στο μπαρ από ώρα και τον κοιτούσα πίσω από την τζαμαρία. Ήρθε και κάθισε δυο τραπεζάκια πιο πέρα. Έδειχνε να κρυώνει. Κάποια στιγμή, έβηξε. Τον πλησίασα και τον ρώτησα αν θέλει παρέα. Με κοίταξε με τα πράσινα μάτια του. Ήθελε.

«Τι κάνεις στους δρόμους;» τον ρωτάω.

Το πρόσωπό του είχε ακόμα τη μπογιά από το μακιγιάζ του αγάλματος που είχε κάνει.

«Μαζεύω χρήματα», είπε. «Θέλω να πάω στη Νορβηγία να βρω τους φίλους μου. Έχω τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών. Και οι φίλοι μου το ίδιο. Ο πατέρας του ενός έχει γκαλερί στο Όσλο. Σκοπεύει να κάνει μια έκθεση σε μερικούς μήνες με έργα νέων καλλιτεχνών από όλη την Ευρώπη. Είδε κάποια έργα μου με κάρβουνο πάνω σε καμβά και του άρεσαν. Με συμπεριέλαβε στην έκθεση».

Σιωπή για λίγο, αυτός έπινε τον καπουτσίνο του κι εγώ το τρίτο λευκό μαρτίνι.

«Είμαι δημοσιογράφος», του λέω μετά. «Θες να γράψω για σένα στο έντυπο που εργάζομαι; Ακούγεται ενδιαφέρον όλο που μου λες και η δουλειά που κάνεις μέχρι να βρεις τα χρήματα να φύγεις…»

Φιλενάδα μου, η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν πολύ ομιλητικός, με το στανιό του τα ‘παιρνα, αλλά μου διηγήθηκε κάτι που μου άρεσε πολύ. Αφού μου ανέφερε κάποια στοιχεία από τη ζωή του, πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε, κτλ, του ζήτησα να μου αφηγηθεί καμιά παράξενη ιστορία που ενδεχομένως του έχει συμβεί στους δρόμους που στέκεται ως άγαλμα. Εκεί η ματιά του άλλαξε κάπως, σαν να έγινε θλιμμένη.

Πριν μερικούς μήνες πήγαινε και στεκόταν σε μια άλλη γειτονιά, μου είπε. Είχε διαλέξει ένα απόμερο κάπως σημείο, πιο πολύ για να μην τον χτυπάει το κρύο. Ένα απόγευμα, καθώς σκεφτόταν να φύγει γιατί ένοιωθε ήδη κουρασμένος, είδε από μακριά να έρχεται προς το μέρος του μια γυναίκα. Φαινόταν γύρω στα πενήντα, ήταν μάλλον αχτένιστη και παραπατούσε κάπως. Πλησίασε το παιδί που έκανε το άγαλμα, στάθηκε μπροστά του, στο ένα χέρι βαστούσε ένα μπουκάλι μπύρα και στο άλλο ένα τσιγάρο άφιλτρο. Σήκωσε τα μάτια, τον κοίταξε, την κοίταξε κι αυτός, και η γυναίκα μισοζαλισμένη του λέει: «Μη μου κουνάς εμένα τα μάτια παριστάνοντάς μου τον ζωντανό, σας ξέρω εσάς τα αγάλματα… Κάθε μέρα πάω και κάθομαι κάτω από ένα και του μιλάω. Κάποιες φορές παρασύρομαι και νομίζω ότι είστε αληθινοί άνθρωποι που με ακούτε, αλλά μη νομίζεις ότι με κοροϊδεύετε. Σας ξέρω. Άψυχα είστε. Χειρότερα και από άνθρωποι».

Ο καλλιτέχνης μού είπε ότι η γυναίκα κάθισε καμιά ώρα μπροστά του, έπινε και κάπνιζε το ένα μετά το άλλο και παρέπαιε, ενώ συγχρόνως του μιλούσε συνέχεια. Είχε βραδιάσει για τα καλά, το παιδί ήθελε να φύγει, από την υγρασία και την ακινησία πονούσε όλο του το σώμα, αλλά λυπόταν τη γυναίκα. Εκείνη πράγματι νόμιζε ότι είχε σταθεί κάτω από άγαλμα. Του εξιστορούσε τη ζωή της και τα λόγια της τις περισσότερες φορές ήταν ασυνάρτητα. Από τα συμφραζόμενα έβγαινε νόημα. Του έλεγε ότι έψαχνε τη μάνα της και τον πατέρα της από μικρό παιδί, ότι τα καλοκαίρια πηγαίνει στο νεκροταφείο και κοιμάται δίπλα σε αγάλματα αγγέλων και ότι, όταν αποκοιμιέται, έρχονται αληθινοί άγγελοι και την αγκαλιάζουν… Ότι είχε φάει πολύ ξύλο στη ζωή της γι’ αυτό και αγαπούσε τα αγάλματα, επειδή εκείνα δεν τη χτυπούσανε… Ότι είχε μια γάτα που της είχε κοπεί το ένα πόδι από αυτοκίνητο που πέρασε από πάνω της, αλλά η γάτα της είχε χαθεί και σε εκείνο το σημείο η γυναίκα έβαλε τα κλάματα… Από τα πολλά, άρχισε τα βουρκώνει και ο καλλιτέχνης. Δεν άντεχε τη δυστυχία της γυναίκας. Η γυναίκα είδε τα δάκρυά του, κι ενώ στην αρχή ξαφνιάστηκε, μετά άρχισε να γελάει δυνατά, υστερικά. «Σαν τους άντρες είστε κι εσείς τα αγάλματα, ρε σεις!», φώναζε, «ψεύτες!» Το παιδί έκλαιγε για τα καλά κι αυτή γελούσε σαν τρελή, είχε ένα ανατριχιαστικό γέλιο. Ξαφνικά, σηκώνει το μπουκάλι, πίνει την τελευταία γουλιά και το πετάει με δύναμη πάνω στο παιδί, στο άγαλμα κατά τη γνώμη της. Το μπουκάλι βρήκε το παιδί στο στήθος. Πόνεσε πολύ. Έκανε έναν μορφασμό πόνου κι ασυναίσθητα έβαλε το χέρι του στο σημείο του πόνου. Καμπούριασε λίγο. Η γυναίκα, όταν είδε αυτή την κίνηση του ‘αγάλματος’ σάλεψε περισσότερο. Άρχισε να ουρλιάζει ότι το άγαλμα είναι μαγεμένο, ότι αυτή του άνοιξε την ψυχή της κι αυτό την κοροϊδεύει για να την τρομάξει, και συνεχίζοντας να γελάει υστερικά και να φωνάζει απομακρύνθηκε παραπατώντας και χάθηκε στα στενά της Ρώμης. Κάποιοι περαστικοί είχαν σταθεί τα τελευταία λεπτά και παρακολουθούσαν, έπειτα έφυγαν και αυτοί και το παιδί έμεινε μόνο. Είχε λαχανιάσει, μου είπε, από την ένταση που είχε. Δεν ήξερε αν είχε κάνει καλά που είχε αφήσει εκείνη τη δυστυχισμένη γυναίκα να πιστεύει ότι αυτό που βλέπει ήταν άγαλμα, ή μήπως έπρεπε να σταματήσει αυτό που έκανε και να της εξηγήσει την αλήθεια. Για μέρες δεν μπορούσε να δουλέψει. Νόμιζε ότι θα δει να έρχεται από μακριά η μεθυσμένη με το παρανοϊκό βλέμμα κι αυτός δεν θα μπορεί να τη βοηθήσει και θα ξαναβάλει τα κλάματα…

«Πόσο ακόμα θα αντέχω να κοιτάω τον κόσμο σαν άγαλμα που δεν συμμετέχει σε αυτό που βλέπει», μου είπε στο τέλος το παιδί, φιλενάδα. «Ξέρεις τι γύρισε και μου κοπάνησε η κοπέλα που με εγκατέλειψε πριν λίγο καιρό; ‘Εσείς οι καλλιτέχνες είστε νάρκισσοι. Θέλετε να σας κοιτάει ο κόσμος, αλλά όχι να κοιτάτε εσείς τον κόσμο. Μένετε απαθείς στα δρώμενα γύρω σας, ενώ φροντίζεται με αριστοτεχνικό τρόπο να τραβάτε την προσοχή με την απάθειά σας’. Γι’ αυτό βούρκωσαν τα μάτια μου με την δυστυχισμένη που με πέρασε για αληθινό άγαλμα. Εκείνη ζούσε την κόλασή της κι εγώ την παρακολουθούσα από απόσταση ασφαλείας…»

Φιλενάδα μου, αυτά μου είπε ο καλλιτέχνης, ήπιε τον καπουτσίνο του και χάθηκε κι αυτός στα στενά της Ρώμης. Θα την γράψω κάπου την ιστορία του, μ’ αρέσει. Φιλιά!!



(γράφτηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2019)





27 Μαρτίου 2024

Η κοπέλα από το χωριό Scanno

 

Scanno, περιοχή στην επαρχία L'Aquila,
στο Abruzzo της κεντρικής Ιταλίας

Το χωριό λέγεται Scanno, είναι επαρχία της L’Aquila, περίπου 80 χλμ ανατολικά της Ρώμης. Στα μικράτα μου ντυνόμουν κι εγώ έτσι, με τα μαλλιά μου όμως λυτά. Είδα αυτή την κοπέλα σε κάποιο ιταλικό site και είπα πως δεν αποκλείεται να είναι κάποια μακρινή συγγενής μου που απλώς δεν έτυχε να σμίξουμε ποτέ σε κάποιο από αυτά τα οικογενειακά τραπέζια που σμίγουν οι συγγενείς σε κάθε γάμο ή βάφτιση – κάθε 20 δηλαδή χρόνια. Δεν ξέρω γιατί αλλά με την Ιταλία η σχέση μου ήταν πάντα μεταφυσική. Εάν αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ζούμε, τότε ίσως παλαιότερα να έχω ζήσει κάπου στα περίχωρα της Ρώμης ή το πιο πιθανό σε κάποιο χωριό της Τοσκάνης. Η κοπέλα της φωτογραφίας μού είναι γνώριμη, οικεία, την κοιτάω και είναι σαν να την έχω ρωτήσει σε κάποια στάση λεωφορείου από πού πήρε τη φούστα της – το συνηθίζω να το κάνω αυτό με τις γυναίκες που φοράνε όμορφες μακριές φούστες από λεπτό ύφασμα, που τις φυσάει ο αέρας πέρα δώθε. Τις έχω ακόμα αυτές τις φούστες στην ντουλάπα μου και ας μην τις φορώ πια.
Κοιτάζοντάς την αναρωτήθηκα πώς είναι άραγε τώρα με τον κορωνοϊό, αν είναι καλά, αν έχει κάποια ανάγκη, κάποια στενοχώρια, αν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτήν. Κάποιοι άνθρωποι μάς είναι άγνωστοι και είναι πολύ μακριά μας, είναι πολίτες άλλης χώρας, και όμως αισθανόμαστε πως τους νοιαζόμαστε και τους αγαπάμε. Κάποιοι άλλοι πάλι είναι τόσο κοντά μας, τόσο ασφυκτικά δίπλα μας, σχεδόν τους συναντάμε κάθε μέρα στο δρόμο και στη λαϊκή, σχεδόν τριάντα χρόνια είναι γείτονες και φίλοι μας, και ταυτόχρονα είναι τόσο παγερά αδιάφοροι και ξένοι στα μάτια μας, τόσο ανύπαρκτοι στη σκέψη μας...


(γράφτηκε στις 12 Μαρτίου 2020, κατά τη διάρκεια του lockdown λόγω κορωνοϊού)


19 Μαρτίου 2024

Πίσω από μια μισάνοιχτη πόρτα

 

Palazzo Ducale, Venezia


Σήμερα, στον φούρνο της γειτονιάς, συνάντησα την Άννα. Αγόραζε κουλούρια άγλυκα, για τον σκύλο της. «Αισθάνομαι ότι θα αρχίσουμε να κοιτάμε τη ζωή πίσω από μια πόρτα μισάνοιχτη», μου λέει. «Γιατί το λες αυτό;», τη ρωτάω. «Όταν πεθαίνουν άνθρωποι σημαντικοί», μου απαντάει, «κλείνει μια πόρτα πίσω τους. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ολόκληρο το δωμάτιο. Το φωτεινό δωμάτιο. Το καλό. Το κυριακάτικο. Αυτό με το λευκό τραπεζομάντιλο και τις μουσικές που μιλάνε για ρόδα αμάραντα. Πέθανε και ο αέρας που σήκωσε φεύγοντας, μισόκλεισε την πόρτα. Γι’ αυτό το λέω» είπε.

Έφυγε, μασουλώντας ένα κουλούρι. Από την άλλη, δεν θυμάμαι αν την Άννα τη συνάντησα στ’ αλήθεια ή αν σκαρφίστηκα μια συνάντηση μαζί της για να καταγράψω κάποια λόγια που θα ήθελα να ακούσω από μια γειτόνισσα που θα συναντούσα το πρωί στο φούρνο. Ο θάνατος του Μίκη μ’ επηρέασε βαθύτατα. Μου υπαγορεύει αποσπάσματα από διηγήματα που καλούμαι να τα ολοκληρώσω. Επίσης, «Άννα» δεν υπάρχει. Έγραψα αυτό που ήρθε στο μυαλό μου βλέποντας αυτή την εικόνα από το Palazzo Ducale, στη Βενετία.

 

  (γράφτηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2021, 

μερικές ημέρες μετά τον θάνατο του Μίκη 

που έφυγε στις 2 Σεπτεμβρίου 2021)



Φαΐζ και Ασημάκης - σύντομο διήγημα

 

Φωτογραφία από το internet


                     

Κάθε απόγευμα ο Φαΐζ από το Πακιστάν βοηθάει τον Ασημάκη από το χωριό Λεοντάρι της Βοιωτίας να ανέβει το πεζοδρόμιο με το αναπηρικό του καροτσάκι. Μένουν και οι δύο στην ίδια πολυκατοικία, κάπου στη Λιοσίων. Είναι η ώρα που ο Ασημάκης επιστρέφει από τη δουλειά του.
«Θες τσιγάρα, Ασημάκη;», ο Πακιστανός. «Έχω, φίλε μου, ευχαριστώ», ο Έλληνας. «Όταν κλείσεις το μαγαζί σε περιμένω», του λέει ο Έλληνας. «Έχω φτιάξει κοτόσουπα» και μπαίνει με το αναπηρικό του καροτσάκι στην πολυκατοικία.

Ο Φαΐζ και ο Ασημάκης είναι χρόνια φίλοι. Ο ένας έχει το μαγαζί με τα ψιλικά στο ισόγειο της πολυκατοικίας, ο άλλος παίρνει ένα επίδομα αναπηρίας και συγχρόνως δουλεύει. Έτσι ζουν. Κανείς από τους δύο δεν έχει οικογένεια. Μοιράζονται το φαγητό και την παρέα. Βλέπουν μαζί ποδόσφαιρο στο διαμέρισμα του Φαΐζ που έχει μια τεράστια LG και στις χριστιανικές και μουσουλμανικές γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα και Κουρμπάν Μπαϊράμ, είναι μαζί.

Ο Ασημάκης έχει μάθει με το αναπηρικό καροτσάκι να κινείται σβέλτα στην κουζίνα του σπιτιού του. Μαγειρεύει ψητά στο φούρνο και λαχανικά στο γκριλ. Υπήρξε οικοδόμος στο χωριό του το Λεοντάρι, μέχρι που έπεσε από τη σκαλωσιά και χτύπησε στη μέση του. Άσχημο χτύπημα. Εγχειρήσεις, φυσιοθεραπείες, πόνοι, απογοήτευση. Δεν μπόρεσε να ξαναδουλέψει. Ήρθε στην Αθήνα και βρήκε δουλειά μέσω ΟΑΕΔ στο τηλεφωνικό κέντρο μιας εταιρείας• έχει και το επίδομα αναπηρίας και είναι ευχαριστημένος που στο χάος της πρωτεύουσας βρήκε έναν αδελφό, όπως αποκαλεί τον Φαΐζ, κι ένα δυάρι σ’ ένα ισόγειο χωρίς σκάλες. Στο υπόγειο μένει ο Φαΐζ. Πριν μερικά χρόνια αρραβωνιάστηκε μια συμπατριώτισσά του, τη Ζάχρα. Ήταν ερωτευμένος μαζί της. Πήγαινε στον Ασημάκη και του έλεγε: «Αδελφέ μου, απόψε θα έρθει η Ζάχρα, τι να της μαγειρέψω; Τι λουλούδια να πάρω; Πες μου εσύ που ξέρεις, που είσαι μεγαλύτερός μου». Τρία χρόνια διαφορά έχουν αυτοί οι δύο, Ασημάκης και Φαΐζ, σχεδόν συνομήλικοι, αλλά ο Πακιστανός τον σέβεται πολύ τον Έλληνα. Τριάντα οκτώ χρονώ σήμερα ο Ασημάκης, τριάντα πέντε ο Φαΐζ, τριαντάρης τότε, στον αρραβώνα του.

Εντέλει, ο Φαΐζ μαγείρευε στην καλή του το «ιερό κρέας» των μουσουλμάνων, το «Χαλάλ», που όπως είχε εξηγήσει στον Ασημάκη είναι το κρέας το επιτρεπτό από τον ισλαμικό νόμο καθώς προέρχεται από τελετουργική σφαγή ζώων κατά την οποία ο μουσουλμάνος σφαγέας επικαλείται τον Αλλάχ. Συνοδευτικό με το Χαλάλ έφτιαχνε σπανάκι με πατάτες, άσπρα ρεβίθια, γλυκό ρύζι, πίτα και προσέφερε στη Ζάχρα αναψυκτικό τριαντάφυλλο, που της άρεσε.

Λίγους μήνες μετά τους αρραβώνες η Ζάχρα άφησε ένα γράμμα στον Φαΐζ ότι χωρίζουν και επιστρέφει μόνιμα στο Ισλαμαμπάντ. Του εξηγούσε ότι οι γονείς της ήταν εξ αρχής αντίθετοι με αυτόν τον αρραβώνα, ότι είχαν άλλα όνειρα γι αυτήν, καθώς την προόριζαν για έναν πλούσιο μακρινό της ξάδελφο και ότι εκείνη δεν ήθελε να τους χαλάσει το χατίρι• εντέλει είχε δεχτεί το προξενιό. Για μήνες ο Φαΐζ πήγαινε τα βράδια όταν έκλεινε το μαγαζί στο σπίτι του Ασημάκη και έκλαιγε. Ο Ασημάκης κάποιες φορές καλούσε στο διαμέρισμα δυο κορίτσια από ένα μπορντέλο στη Λιοσίων. Κάπως να περάσει καλά και να ξεχαστεί ο αδελφός του ο Πακιστανός, κάπως να περάσει καλά και να ξεχαστεί κι ο ίδιος…

Με τον καιρό ο Φαΐζ την ξεπέρασε τη Ζάχρα. Με τον αδελφό του τον Έλληνα συνέχισαν να βλέπουν ποδόσφαιρο στην τεράστια LG, να μαγειρεύει ο ένας για τον άλλον, πότε – πότε να καλούν κοπέλες για συντροφιά και κάπως έτσι να περνάει ο χρόνος, η ζωή, να περνούν οι μέρες και οι νύχτες στη Λιοσίων, τη γεμάτη υπόγεια και ισόγεια δυάρια με Πακιστανούς και Έλληνες.


ΥΓ. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αλήθεια. Ή μπορεί και να είναι, να υπάρχουν αυτοί οι δύο τύποι, και να μην το ξέρω. Αλλά, βλέποντας τη φωτογραφία,  έπαθα πάλι αυτό που παθαίνω όταν βλέπω μια εικόνα που με εμπνέει να γράψω δυο λόγια σ’ ένα χαρτί – σ’ ένα word, εν προκειμένω. Τη συγκεκριμένη φωτογραφία τη βρήκα στο internet. Αμέσως φαντάστηκα ότι στο υπόγειο της πολυκατοικίας αυτής μένει κάποιος Φαΐζ από το Πακιστάν και στο ισόγειο κάποιος Ασημάκης από το Λεοντάρι της Βοιωτίας. Φαντάστηκα επίσης ότι, κάποια όμορφη Πακιστανή Ζάχρα που κάποτε είχε έρθει στην Ελλάδα επιστρέφει στο πατρικό της σπίτι στο Ισλαμαμπάντ, φοράει το ακριβό χρυσοκέντητο νυφικό που της έραψε η ράφτρα η μητέρα της και παντρεύεται τον πλούσιο μακρινό της ξάδελφο που της υπέδειξε ο πατέρας της. Και ότι, κάπως έτσι είναι η ζωή.


(7 Νοεμβρίου 2021)





17 Μαρτίου 2024

Το παιδί στο Μετρό με το ακορντεόν

Φωτογραφία Βασίλης Μακρής

Είναι Κυριακή βράδυ, Νοέμβρης μήνας του 2020, είμαι στην αποβάθρα του Μετρό, κάθομαι σε παγκάκι κι έρχεται κοντά μου ένα παιδάκι με ακορντεόν. Ήταν αργά, τα δρομολόγια είχαν ήδη αραιώσει. Στην αποβάθρα ήταν μόνο το παιδί, εγώ και πιο πέρα δυο νεαροί που είχαν σκύψει στα κινητά τους.

«Παίξε κάτι, αγαπημένο μου», του λέω. «Τι θες», μου κάνει. «Ό,τι θέλεις εσύ», του απαντάω και ανοίγω την τσάντα και το πορτοφόλι. Βλέπει την κίνησή μου, χαμογελάει αμυδρά, βάζει τα δάχτυλά του στα πλήκτρα, ψάχνει για λίγο τις νότες κι αρχίζει να παίζει κάτι μαγικό, μια μελωδία υπέροχη, αλλά ανατριχιαστική. Το κοιτάω συνέχεια. Ήταν όμορφο παιδί, αδύνατο, με χρωματιστά ρούχα, ανάκατα μαλλάκια, και βλέμμα καστανό ανοιχτό, όπως το μέλι. Όση ώρα έπαιζε μια κοιτούσε εμένα μια έσκυβε και κοίταζε το ακορντεόν. Η μελωδία είχε έναν κραδασμό ψυχικό, έβρισκε βαθιά μέσα σου και σε συγκινούσε, σαν Καραΐνδρου που μελοποιεί σκηνή σε ταινία του Αγγελόπουλου με ομίχλη και Κατράκη που χορεύει πάνω σε μνήματα. Ακούγεται από μακριά το τρένο. Πρόλαβα και άκουσα αρκετά το ακορντεόν, γύρω στα τρία λεπτά. Όλη αυτή την ώρα κάθομαι σε παγκάκι και το παιδί έχει έρθει και στέκεται ακριβώς μπροστά μου. «Σου άρεσε;» μου λέει χαμογελαστό. Του δίνω τα χρήματα. Σκύβει ελαφρά το κεφαλάκι του και με ευχαριστεί σιωπηλά. «Τι ήταν αυτό που έπαιξες;» το ρωτάω. Κοιτάει το τρένο που έρχεται. Το προσωπάκι του σοβαρεύει. «Ο παππούς μου στην Σερβία, όταν πέθανε ο πατέρας μου, ο γιος του, πήγαινε με το ακορντεόν του κάθε μέρα στον τάφο και έπαιζε. Ήταν μουσικοί και οι δύο, και ο παππούς και ο πατέρας μου. Έκλαιγε μέσα από τη μουσική, έλεγε η γιαγιά μου. Την άκουγα για αρκετά χρόνια αυτή τη μουσική, γιατί πολλές φορές, τον ακολουθούσα όπου πήγαινε. Τον είχα κάνει πατέρα μου…»

Ο συρμός σταμάτησε στην αποβάθρα, μόνο ένας επιβάτης βγήκε, τρεις μπήκαν, μεταξύ αυτών και το παιδί. Δεν σηκώθηκα από το παγκάκι. Έμεινα εκεί. Έκλεισαν οι πόρτες με θόρυβο, το τρένο ξεκίνησε και παρακολουθούσα με το βλέμμα το παιδί που είχε αρχίσει να παίζει ακορντεόν στους λιγοστούς επιβάτες. Μέχρι που ο συρμός χάθηκε στο τούνελ. Για αρκετή ώρα είχα μπροστά στα μάτια μου το πρόσωπο του παιδιού και στα αφτιά μου τη μελωδία του παππού.

Έφυγα με το επόμενο τρένο. Ουσιαστικά, δεν ήθελα να φύγω. Ήθελα να μείνω εκεί, να ξαναρχόταν το παιδί και να ‘βλεπα τα χεράκια του να παίζουν με μαεστρία το ακορντεόν. Μέχρι να κλείσει το Μετρό και να με διώξουν. Αλλά δεν σου κάνει η ζωή τα χατίρια..

(Αληθινό γεγονός, 23 Μαΐου 2020)

 

27 Δεκεμβρίου 2023

Τρεις ιστορίες από το Κολωνάκι - Διήγημα

 

Χάρτης της Google 
Το παρκάκι πίσω από τη Μονή Πετράκη, γωνία Μονής Πετράκη και Ιασίου


Έζησα πολλά χρόνια στο Κολωνάκι και τα βιώματα από εκείνη την περίοδο είναι πάρα πολλά. Έγραψα αυτό σπονδυλωτό διήγημα που αποτελείται από τρεις σύντομες βιωματικές ιστορίες από τα χρόνια μου στο Κολωνάκι και το Μαράσλειο, και το έστειλα στο περιοδικό 
(δε)κατα, που εκδίδει ο ποιητής Ντίνος Σιώτης. Το δημοσίευσε στο 76ο τεύχος, χειμώνας 2023. Τον ευχαριστώ από καρδιάς.


Τρεις Ιστορίες από το Κολωνάκι

                                            Ιστορία πρώτη: Μπέμπα

 

 
        Την έλεγαν Ανδρομάχη, αλλά τη φώναζαν Μπέμπα. Είχε έρθει στην Αθήνα δέκα οκτώ χρόνων από την Αμφιλοχία - τον Καρβασαρά, όπως έλεγε η ίδια το χωριό της, από την ονομασία που είχε επί Τουρκοκρατίας, Karavan Sarai, επειδή στην περιοχή υπήρχε χάνι για να σταθμεύουν τα διερχόμενα καραβάνια. Είχε έναν πλούσιο θείο στην πρωτεύουσα, κατασκευαστή οικοδομών, τον κυρ Βασίλη, που επί χούντας και την ανοικοδόμηση που εκείνη την εποχή γινόταν στην Αθήνα με τις αντιπαροχές, είχε βγάλει πολλά λεφτά. «Έλα στην Αθήνα να σε παντρέψω μ’ ένα δικό μου παιδί», της είχε πει στις αρχές της χούντας. «Είναι πολιτικός μηχανικός και τον έχω στις οικοδομές μου, φτωχό παιδί από χωριό, αλλά κοντά μου θα έχει μέλλον». Ο φτωχός πολιτικός μηχανικός και η Μπέμπα από τον Καρβασαρά παντρεύτηκαν και ήρθαν να μείνουν στο Κολωνάκι, σε πολυκατοικία που μόλις είχε χτίσει ο πλούσιος κατασκευαστής θείος. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, Μπέμπα και πολιτικός μηχανικός, ήσαν ήδη νεόπλουτοι. Έκαναν παιδιά, πήραν υπηρέτρια, πιάνο, γούνες, έκαναν δεξιώσεις με μπουφέ που τον ετοίμαζε μετρ από την Κηφισιά,. Το όνειρό της Μπέμπας ήταν να πιει τσάι με τη Δέσποινα, τη γυναίκα του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Δεν τα κατάφερε και το ‘χε μαράζι.
         Στην πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, σε εκείνη τη μεγαλειώδη πορεία που η κεφαλή ήταν στην Αμερικάνικη Πρεσβεία και η ουρά στο Πολυτεχνείο, ο άντρας της Μπέμπας βγήκε στο δρόμο να δει τι συμβαίνει, γιατί τα συνθήματα της πορείας έφταναν μέχρι το διαμέρισμά τους η πολυκατοικία που έμεναν ήταν κοντά στη Μονή Πετράκη, προς τη μεριά της Βασιλίσσης Σοφίας. Πάει στη λεωφόρο ο πολιτικός μηχανικός και στέκεται στο πεζοδρόμιο απέναντι από το Χίλτον. Κοιτάει αποσβολωμένος  το ατέλειωτο πλήθος των διαδηλωτών που περνούσε από μπροστά του. Δεν πίστευε στα μάτια του. Γυρνάει και λέει σε έναν άλλον που στεκόταν δίπλα του: «Οι ίδιοι είναι, που γυρνάνε γύρω – γύρω;» Τον κοιτάει άγρια ο άλλος, μόνο που δεν τον έπιασε από τον γιακά, και του λέει δυνατά: «Τι λες, ρε μαλάκα! Ενάμισι εκατομμύριο κόσμος έχει βγει στους δρόμους! Η πρώτη πορεία μετά την πτώση της χούντας, καημένε!» Ο νεόπλουτος μηχανικός φεύγει και επιστρέφει στο σπίτι. Η Μπέμπα έπαιζε κουμ καν εκείνη την ώρα με τις φίλες της στην τραπεζαρία, είχαν στρώσει πράσινη τσόχα και το τραπέζι ήταν γεμάτο με ποτήρια ουίσκι. «Τελικά, τι φασαρία είναι αυτή που γίνεται, έξω;» τον ρωτάει, «πήγες να δεις ποιοι φωνάζουν;» «Πήγα», της απάντησε «Κάτι κουμουνιστές είναι, που γυρνάνε γύρω – γύρω το τετράγωνο και φωνάζουν έξω οι Αμερικάνοι». «Αμ, θα ξανάρθει ο Παπαδόπουλος», πετάγεται μια φιλενάδα της Μπέμπας και λέει, «πού θα πάει;» «Λίτσα;» φωνάζει μια άλλη στην υπηρέτρια, «άδειασε τα τασάκια, μωρή!»   
            Η Λίτσα η υπηρέτρια ήταν ένα φρόνιμο, σοβαρό κορίτσι, λιγομίλητο, καμιά εικοσαριά χρονώ τότε, που το είχαν στείλει οι γονείς του στην Αθήνα από το χωριό, να δουλέψει υπηρέτρια. Ήρθε απ’ ευθείας στο σπίτι της Μπέμπας, γιατί οι γονείς της και οι γονείς του πολιτικού μηχανικού ήσαν από το ίδιο χωριό και γνωρίζονταν. Αρκετά χρόνια αργότερα, η κοπέλα παντρεύτηκε έναν υδραυλικό από τους εργάτες που είχε στις οικοδομές του ο πλούσιος θείος εργολάβος, ο κυρ Βασίλης, κι έφυγε από το Κολωνάκι και πήγε σε δικό της σπίτι. Ο υδραυλικός ήταν προξενιό του πολιτικού μηχανικού ο οποίος την προίκισε κιόλας με ένα δυάρι επιπλωμένο στην Κυψέλη, και όλα αυτά επειδή, τα χρόνια που η Λίτσα δούλευε στο σπίτι του, εφτά – οκτώ περίπου, ο πολιτικός μηχανικός τη  βίαζε αλλά η Λίτσα δεν έλεγε κουβέντα σε κανέναν από φόβο μην τη διώξουν και την ξαναστείλουν στο χωριό. Μόνο η Μπέμπα το είχε καταλάβει αλλά δεν την ένοιαζε της αρκούσε που ζούσε ως πλούσια κυρία στο Κολωνάκι. Όταν η Λίτσα παντρεύτηκε κι έφυγε από το σπίτι, ο πολιτικός μηχανικός βίασε και την επόμενη υπηρέτρια που ήρθε, επίσης κοντοχωριανή του, αλλά εκείνη το χαιρόταν. Μάλιστα στις αρχές έκανε και όνειρα ότι μπορεί ο κύριός της να χώριζε την κυρία της και να παντρευόταν αυτήν και να έβγαινε η ευχή που της έδωσε η μάνα της όταν έφευγε από το πατρικό της: «παιδί μου, μακάρι να βρεις κάναν πλούσιο εκεί που πας στην Αθήνα και να κάνεις την τύχη σου». Βέβαια, τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε. Και για να συμπληρώνει το εισόδημά της, επειδή της άρεσαν τα λούσα και δεν της έφτανε ο μισθός της υπηρέτριας, την ημέρα που είχε ρεπό, συνήθως Κυριακή, πήγαινε στην πλατεία Κολωνακίου, βαμμένη καλοντυμένη, και χαμογελούσε προκλητικά σε πλούσιους ηλικιωμένους. Πηδιόταν μαζί τους μέχρι και μέσα στα αυτοκίνητά τους στον περιφερειακό του Λυκαβηττού που παρκάριζαν, πολλές φορές με τον οδηγό μέσα. Έβγαζε καλά χρήματα, έστελνε επιταγές στη μάνα της, στο χωριό, η οποία αγόραζε εμπριμέ σεντόνια με δόσεις και της έφτιαχνε την προίκα.
             Μεσημέρι καυτό, Ιούνης μήνας, κάνα δυο χρόνια που η οικογένεια κατοικούσε στο Κολωνάκι και η Μπέμπα είναι στο κρεβάτι και καπνίζει ξαπλωμένη. Είναι ταραγμένη. Τρέμει ολόκληρη. Η Λίτσα, η πρώτη υπηρέτρια, της φτιάχνει τον έναν καφέ μετά τον άλλον. Η Μπέμπα μιλάει στο τηλέφωνο με φιλενάδα της: «Δεν σου είπαν τι συνέβη; Ιδέα δεν έχεις για την Κάτια; Χθες βράδυ είχε πάει με τον άντρα της σε μια δεξίωση. Τάισε το μωρό, το κοίμισε και είπε στην υπηρέτρια να το προσέχει, να μείνει ξύπνια μέχρι να επιστρέψει με τον άντρα της από τη δεξίωση. Έφυγαν. Στη δεξίωση η Κάτια άρχισε κάποια στιγμή να μη νοιώθει καλά. Είχε μια ανησυχία. Έλεγε στον άντρα της, ‘μήπως ξύπνησε το παιδί και κλαίει; Μήπως με θέλει το παιδί κι εγώ λείπω;’ Ο άντρας της προσπαθούσε να την ησυχάσει. ‘Πάρε τηλέφωνο στο σπίτι’ της έλεγε, ‘να ησυχάσεις’. Κάθε δέκα λεπτά η Κάτια τηλεφωνούσε στο σπίτι της. ‘Όλα καλά;’ ρωτούσε την υπηρέτρια. ‘Όλα καλά, κυρία’, της απαντούσε εκείνη, ‘μην ανησυχείτε’. ‘Το παιδί;’ ‘Κοιμάται, είναι ήσυχο’. Σε λίγο, ξανά τηλεφώνημα. ‘Όλα καλά στο σπίτι;’ ‘Όλα καλά, κυρία’. ‘Εσύ, τι κάνεις; Έχεις ξαπλώσει;’ ‘Όχι κυρία, δεν ξαπλώνω για να προσέχω το παιδί’. ‘Και τι κάνεις, βλέπεις τηλεόραση;’ ‘Όχι κυρία, ετοιμάζω το ψητό για τον φούρνο’.
          »Πέρναγε η ώρα στη δεξίωση και η ανησυχία της Κάτιας μεγάλωνε. ‘Λες να συμβαίνει κάτι στο μωρό;’ έλεγε στον άντρα της. ‘Τι να συμβαίνει στο μωρό’, της απαντούσε εκείνος, ‘είναι το κορίτσι μαζί του, το προσέχει’. Η Κάτια ξανατηλεφωνούσε: ‘πώς είναι το παιδί;’ ρωτούσε την υπηρέτρια. ‘Καλά, κυρία, μην ανησυχείτε’, της απαντούσε εκείνη, ‘κοιμάται’. ‘Κι εσύ; Τι κάνεις; Βλέπεις τηλεόραση;’ ‘Όχι, κυρία, καθαρίζω τις πατάτες για το ψητό’, της απαντούσε το κορίτσι. Ξαφνικά η Κάτια έβαλε μια κραυγή και πάγωσαν όλοι στη δεξίωση. ‘Το παιδί μου! Το παιδί μου!’ φώναξε και βγήκε σαν τρελή από το σπίτι κι έτρεξε στο αυτοκίνητό τους. Ο άντρας της την πήρε και έφυγαν βιαστικά, αφού την έβλεπε έτσι αλαφιασμένη. Πήγαν γρήγορα στο σπίτι. Η Κάτια άνοιξε την πόρτα κι έτρεξε κατάχλωμη στην κουζίνα. Η υπηρέτρια ήταν όρθια στο τραπέζι κι έκοβε σαλάτα. Η Κάτια άνοιξε τον φούρνο. Τράβηξε το ταψί έξω. Μέσα στο ταψί ήταν το μωρό αλειμμένο με λάδι, αλάτι, ρίγανη και πιπέρι. Ούρλιαζε. Είχε αρχίσει η φωτιά του φούρνου να το καίει ‘Αφού δεν της είχα πει να φτιάξει ψητό! Τι ψητό έφτιαχνε! Το κατάλαβα! Το κατάλαβα!’ φώναξε η Κάτια και λιποθύμησε. Καθώς έπεφτε κάτω, ο άντρα της πρόλαβε κι έπιασε το μωρό από τα χέρια της».
            Η Μπέμπα μίλαγε στη φίλη της κι έτρεμε: «Η υπηρέτρια είχε ένα βαρύ ψυχικό νόσημα και οι γονείς της το ήξεραν αλλά το έκρυβαν μπας και μπορέσει και παντρευτεί. Δεν είπαν σε κανέναν τίποτα. Στο χωριό είχε μαχαιρώσει μια έγκυο κατσίκα, αφού πρώτα της έδεσε τα πόδια. Η μάνα της τότε είπε στον άντρα της, ‘αυτήν πρέπει να τη στείλουμε στην Αθήνα, να βρει καμιά δουλειά να ησυχάσουμε, γιατί εδώ τι να την κάνουμε; Να την κλείσουμε στο κατώι; Εγώ, δεν τη θέλω’. Και την έστειλαν στην Αθήνα, όπου μέσω ενός γνωστού βρήκε δουλειά ως υπηρέτρια σε πλουσιόσπιτο. Μετά το περιστατικό με το μωρό που το έβαλε στο ταψί να το ψήσει, την έβαλαν αμέσως στο Δαφνί. Οι γιατροί είπαν ότι, θα μπορούσε να είχε πάρει το μαχαίρι και να κόψει το παιδί σε μερίδες, σαν κοτόπουλο. Δεν ξέρουν γιατί δεν το έκανε».
           Όταν έκλεισε το τηλέφωνο  η Μπέμπα πήρε το ασανσέρ και πήγε έναν όροφο πιο πάνω, στο ρετιρέ. Εκεί έμενε ο πλούσιος θείος της, ο κυρ Βασίλης, ο κατασκευαστής, με τη γυναίκα του, τη Νία. Παιδιά δεν είχαν. Ο θείος έλειπε συνέχεια από το σπίτι του, πήγαινε σε ένα ξενοδοχείο στην Κηφισιά, κοντά στο Πεντελικόν, και έπαιζε χαρτιά όλη νύχτα. Η Νία τον απειλούσε ότι, αν δεν σταματήσει να χαρτοπαίζει θα πέσει από το μπαλκόνι και θα αυτοκτονήσει, και εκείνος της απαντούσε το εξής: «και να δω το κεφάλι σου να ανοίγει σαν καρπούζι, τα χαρτιά δεν τα κόβω». Το πήρε απόφαση εκείνη και σταμάτησε τις απειλές. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ήταν η Νία, συνομήλικη με τον κυρ Βασίλη, που από το φθινόπωρο και μέχρι την άνοιξη φορούσε κάνα δυο ζακέτες και μια ρόμπα χοντρή από πάνω γιατί κρύωνε, και στα μαλλιά της είχε μονίμως ένα τσεμπέρι επειδή πάγωνε το κεφάλι της, όπως έλεγε. Δεν έβγαινε ποτέ από το ρετιρέ, δεν πήγαινε πουθενά, ούτε εκκλησία, ούτε να ψωνίσει. Τα ψώνια τής τα έφερνε το παιδί του μπακάλη. Μέρα-νύχτα καθόταν ολομόναχη στο τεράστιο ρετιρέ και είχε σκεπάσει όλα τα έπιπλα με σεντόνια για να μην σκονίζονται. Η αγαπημένη της θέση ήταν η πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση. Ο θείος ερχόταν στο σπίτι μόνο για να κάνει μπάνιο, να αλλάξει ρούχα και να ξαναφύγει βιαστικός. Κάποιες φορές, καθώς έφευγε και κατέβαινε με το ασανσέρ στο ισόγειο, τύχαινε να συναντήσει στην είσοδο τη Ζωίτσα που έβγαινε κουνάμενη λυγάμενη από την πόρτα. «Την είδες τη Ζωίτσα; Την είδες;», έλεγε στη θυρωρό αναψοκοκκινισμένος. «Την είδα κυρ Βασίλη μου», του απαντούσε εκείνη». «Στον τρίτο ήταν; Στη φίλη της που έχει τα ινστιτούτα καλλονής;» «Εκεί ήταν, ναι…» «Μου πήρε 500 δραχμές για μισή ώρα, η άτιμη», συνέχιζε ο κυρ Βασίλης χαμογελαστός. «Χαλάλι της, όμως. Είναι ωραίο κορίτσι. Θέλει να κάνει καριέρα στο σινεμά, μου είπε. Με ρώτησε αν ξέρω κάναν παραγωγό, κάνα σκηνοθέτη, να της γνωρίσω. Να μου το θυμηθείς, μια μέρα τη Ζωίτσα θα τη δούμε στην οθόνη».
            Στο ρετιρέ, λοιπόν με τη Νία που ήταν συνέχεια μόνη, πήγε η Μπέμπα μετά το τηλεφώνημα με τη φίλη της, για να ηρεμήσει λίγο. Η Νία είχε πάντα παγωμένο γάλα στο ψυγείο που άρεσε στην Μπέμπα και τη χαλάρωνε. Κάθισαν μπροστά στην τηλεόραση.  Η Μπέμπα έπινε κρύο γάλα σε φλυτζάνι και η Νία επίσης γάλα αλλά με κουτάλι από το κατσαρολάκι, που το είχε βάλει για να το ζεστάνει. Άρχισαν να συζητάνε.
          «Τι ωραίο λέγειν που έχει αυτός ο Παπαδόπουλος», η Νία.
          «Μα να βάλει το μωρό στο ταψί, να το ψήσει;» η Μπέμπα.
          «Θες να φας και κάνα φρούτο, μαζί με το γάλα;;»
          «Τι φρούτο έχεις θεία μου; Θα έτρωγα ένα μήλο αλλά στο σπίτι τα μήλα τα τρώνε όλα τα παιδιά».
           Σηκώνεται η Νία, πάει στο θυροτηλέφωνο.
          «Ρετιρέ! Ρετιρέ!» φώναζε κάτω, στο θυρωρείο. «Ρετιρέ! Φέρε μας ένα κιλό μήλα».
           Σε λίγο ήρθαν τα μήλα. Πλήρωσε η Νία, πήγε στην κουζίνα, καθάρισε κάνα δυο, τα πήγε στην Μπέμπα και κάθισε δίπλα της.
          «Μα να βάλει το μωρό στο ταψί η τρελή, για να το ψήσει;» η Μπέμπα.
          «Είδες τι σεμνή κυρία που είναι η Δέσποινα; Πού να σταθεί μπροστά της η θεατρίνα, η Κυβέλη!», η Νία.

 

                   Ιστορία δεύτερη: Καφέ στου Μπόκολα


Την Κυριακή το βραδάκι η Λου και η Νίκη πήγαιναν στην πλατεία Κολωνακίου για καφέ. Έδιναν ραντεβού στον Μπόκολα και όποια πήγαινε πρώτη έβρισκε τραπεζάκι, καθόταν και περίμενε την άλλη – τότε ακόμα δεν είχε γίνει παπουτσάδικο, ούτε αργότερα καφετέρια ξανά αλλά με άλλη ονομασία. Συνήθως, έφτανε πρώτη η Νίκη. Ήσαν συμμαθήτριες οι δυο τους στο Μαράσλειο, στο Κολωνάκι έμεναν και οι δύο, αλλά σε διαφορετικές γειτονιές.

Κάποια φορά η Λου καθυστερούσε να έρθει. Η Νίκη είχε βρει ένα τραπεζάκι στον Μπόκολα και καθόταν. Στο διπλανό τραπεζάκι ήταν μια κυρία μόνη και κοίταζε τη Νίκη συνέχεια. Η Νίκη δεν έδινε σημασία. Η κυρία φαινόταν αρχόντισσα, αυτές τις Κολωνακιώτισσες με το ακριβό φινετσάτο ντύσιμο, τα ξανθά καλοχτενισμένα μαλλιά, τα πολλά και χρυσά κοσμήματα, το ελαφρύ μακιγιάζ και τα ακριβά τσιγάρα με τον χρυσό αναπτήρα Dupont. Μια ηλικιωμένη που έχει γεράσει όμορφα. Έμοιαζε με την Τασώ Καββαδία στους ρόλους της, στητή πλάτη αγέρωχο βλέμμα, μορφωμένη, με έναν αέρα ανθρώπου κοσμογυρισμένου και γι’ αυτό χορτάτου. Κάποια στιγμή η κυρία σηκώνεται από το τραπεζάκι της και πλησιάζει τη Νίκη. Χαμογελάει. Της χαμογελάει και η Νίκη. Και ακολουθεί ο εξής διάλογος. Μιλάει πρώτη η κυρία:

«Καλησπέρα, δεσποινίς μου!»

«Καλησπέρα».

«Βλέπω, καπνίζετε. Μπορώ να δανειστώ τον αναπτήρα σας; Δεν ξέρω τι έπαθε ο δικός μου και δεν ανάβει».

Η Νίκη δίνει ευγενικά τον αναπτήρα της στην κυρία – ένας αντιανεμικός Zippo που η κυρία δυσκολεύτηκε να τον ανάψει και όταν τον άναψε μύρισε βενζίνη. Ανάβει το τσιγάρο η κυρία και επιστρέφει με χαμόγελο τον αναπτήρα στη Νίκη.

«Μόνη, είστε;» τη ρωτάει συνέχεια χαμογελαστή.

«Περιμένω μια φίλη μου», της απαντάει η Νίκη.

«Να σας κάνω παρέα μέχρι να έρθει η φίλη σας;»

«Ευχαρίστως», της λέει η Νίκη.

Κάθεται η κυρία ρίχνοντας και μια ματιά στο τραπεζάκι της όπου είχε αφήσει τα πράγματά της.

«Δεν νομίζω να με κλέψουν», λέει χαριτολογώντας, «άλλωστε δίπλα μου είναι το τραπεζάκι».

Κοιτάζονται. Η Νίκη έχει αμηχανία με την ξένη κυρία ξαφνικά στο τραπεζάκι της.

«Με τι ασχολείστε, δεσποινίς;»

«Πάω στο Γυμνάσιο (εξατάξιο τότε). Τελευταία τάξη. Τελειώνω φέτος».

«Εδώ, στο Μαράσλειό μας;»

«Μάλιστα».

«Ω! Τι μικρούλα που είστε! Μπορώ να σας μιλάω στον ενικό;»

«Βεβαίως».

«Και μετά το γυμνάσιο; Τι σκέφτεσαι να κάνεις, κορίτσι μου;»

«Θα σπουδάσω. Θα δώσω στο Πολυτεχνείο, αρχιτεκτονική».

«Σπουδαία! Εργάζεσαι τώρα; Θέλω να πω, εκτός από το σχολείο, ασχολείσαι και με κάτι άλλο;»

«Πηγαίνω φροντιστήριο για να προετοιμαστώ για τις εξετάσεις μου».

Σιωπή για λίγο. Και μετά η κυρία λέει:

«Να σε ρωτήσω, θα σε ενδιέφερε  συγχρόνως με το σχολείο και τις σπουδές σου να βγάζεις και κάποια χρήματα;»

«Να δουλεύω, λέτε; Μα, δεν έχω χρόνο, έχω διάβασμα».

Τραβάει μια τζούρα από το τσιγάρο της η κυρία και ρωτάει:

«Οι γονείς σου; Δουλεύουν;»

«Μάλιστα, και οι δύο. Μη φανταστείτε τίποτα πλούσιοι Κολωνακιώτες, υπάλληλοι είναι. Κανονικά, θα έπρεπε να δουλεύω κι εγώ, αλλά εύχομαι να τους βοηθήσω μετά τις σπουδές μου».

Η κυρία πλησιάζει το κεφάλι της πιο κοντά στη Νίκη. Της λέει με σιγανή φωνή:

«Σου έχω μια πρόταση να βγάζεις πολλά λεφτά, με λίγες μόνο ώρες εργασίας».

Ξαφνιάζεται η Νίκη.

«Πώς;»

«Άκου. Γνωρίζω πολλούς κυρίους που είναι πλούσιοι. Τους αρέσουν τα νέα και όμορφα κορίτσια όπως εσύ. Θα στους γνωρίσω. Θα πηγαίνεις μαζί τους σ’ ένα αριστοκρατικό διαμέρισμα εδώ, στο Κολωνάκι, δικό μου είναι το διαμέρισμα. Θα παίρνεις πολλά χρήματα. Και δώρα. Οι κύριοι που σου λέω είναι γενναιόδωροι. Μετά το σχολείο σου, δυο – τρεις φορές τη βδομάδα, θα έρχεσαι να με βρίσκεις. Σε λίγο καιρό θα είσαι πλούσια. Και άμα θέλεις, σπούδασε. Αλλά σε λίγο διάστημα θα έχεις τόσα λεφτά που δεν θα έχεις ανάγκη το Πολυτεχνείο. Και σου μιλάω για καθαρή δουλειά. Με γνωστούς μου θα πηγαίνεις, που τους γνωρίζω, του περιβάλλοντός μου. Γιατροί, δικηγόροι, επιχειρηματίες, με ακριβά αυτοκίνητα και εχέμυθοι, έτσι; Παντρεμένοι όλοι. Δεν θα μαθευτεί ποτέ τίποτα. Θα σου δώσω ωραία ρούχα να φοράς και κοσμήματα. Σε λίγο καιρό τα κοσμήματα και τα ρούχα θα είναι δικά σου. Και αυτοκίνητο θα αποκτήσεις. Θα στο κάνω δώρο εγώ. Έλα κοντά μου και θα σε κάνω βασιλοπούλα. Μια κοπέλα που την είχα τρία χρόνια τώρα είναι παντρεμένη στο Μόντε Κάρλο με ιδιοκτήτη πολυτελών γιοτ και έχει πάρει μαζί της και τους γονείς της που εδώ στην Ελλάδα ήσαν μεροκαματιάρηδες οι άνθρωποι. Λοιπόν; Τι λες; Θα βοηθήσεις και τους γονείς σου, που μου είπες ότι δουλεύουν και οι δύο…»

Κατακόκκινη και σοκαρισμένη η Νίκη. Ήθελε να ανοίξει η γη και να την καταπιεί. Και ξαφνικά εκείνη τη στιγμή, για καλή της τύχη έρχεται και η Λου.

«Α! Η φίλη μου!» Φωνάζει η Νίκη.

Η κυρία γυρνάει, κοιτάει τη Λου, σηκώνεται από τη θέση της και λέει στη Νίκη:

«Τα απογεύματα είμαι εδώ, ή μέσα ή έξω κάθομαι, θα με δεις. Έλα να με βρεις όποτε θέλεις; Έτσι, χρυσό μου;»

Πάει στο τραπεζάκι της και καπνίζοντας κοιτάει τα κορίτσια.

«Μην κάθεσαι, Λου», λέει η Νίκη στη φίλη της. «Μας περιμένει η Γωγώ στην Καρνεάδου, πάμε».

Απορημένη η Λου, ακολουθεί τη Νίκη. Λίγο πιο πέρα της λέει:

«Ποια είναι η Γωγώ; Γιατί φύγαμε από τον Μπόκολα; Δεν είπαμε να καθίσουμε εκεί για καφέ;»

«Ψέματα είπα, για να φύγουμε. Την είδες αυτή που καθόταν μαζί μου, όταν ήρθες; Αυτή που έμοιαζε με την Τασώ Καββαδία;»

«Ναι, την είδα».

«Ξέρεις τι ήρθε και μου είπε;»

«Τι;»

«Να πηγαίνω με άντρες και να βγάζω χρήματα. Τους άντρες τούς ξέρει αυτή. Θα πηγαίνω σ’ ένα διαμέρισμα εδώ, στο Κολωνάκι, και θα βγάζω πολλά λεφτά».

«Ασ’ στο διάλο!!!!!»

«Μάλιστα».

«Και τι της είπες;»

«Δεν πρόλαβα να της πω τίποτα, ήρθες εσύ».

Γυρνάει η Λου το κεφάλι της πίσω και κοιτάει προς τον Μπόκολα.

«Μην κοιτάς Λου! Τι κοιτάς;»

«Ήθελα να ξαναδώ αυτή που μου λες».

«Την είδες;»

«Όχι. Με εμποδίζει αυτή η κίτρινη Lotus που παρκάρει συνέχεια έξω από το περίπτερο. Λοιπόν, Νίκη, δεν θα ξαναπάμε στον Μπόκολα, θα δίνουμε ραντεβού στη Λυκόβρυση».

«Και στη Λυκόβρυση που είχαμε πάει προ ημερών, θυμάσαι, τότε που δεν βρήκαμε τραπεζάκι στον Μπόκολα, με κοίταζε μια ηλικιωμένη με χρυσά βραχιόλια. Έχω την εντύπωση ότι η πλατεία μας έχει γεμίσει με ηλικιωμένες που μοιάζουν με την Τασώ Καββαδία. Δεν θα ξανάρθουμε εδώ».

«Και τι θα κάνουμε;»

«Θα δίνουμε ραντεβού στο παρκάκι».

«Στα παγκάκια;»

«Γιατί, τι έχουν τα παγκάκια; Είδες τι πάθαμε στον Μπόκολα».

«Εντάξει».

Νίκη και Λου, εκείνο το βραδάκι ήπιαν καφέ στο κυλικείο του Ευαγγελισμού που εφημέρευε και μετά κατηφόρισαν προς την Ντέμπεσι.

Αφού, λοιπόν, είπαν να μην ξαναδώσουν ραντεβού στον Μπόκολα, την επόμενη φορά κανόνισαν να βρεθούν στο παρκάκι απέναντι από τον Μπόκολα, την πλατεία Φιλικής Εταιρείας. Κάθισαν σ’ ένα παγκάκι, κάπνιζαν και συζητούσαν. Σάββατο βράδυ, άνοιξη ζεστή, και αργότερα θα πήγαιναν και πάλι στη Ντέμπεσι. Παρατηρούσαν ότι, για αρκετή ώρα, τις κοιτούσε μια κοπελίτσα που ήταν λίγο πιο πέρα, στο παρκάκι επίσης.

«Τι κοιτάει, αυτή, Λου;»

«Δεν ξέρω, άστην, μη δίνεις σημασία».

«Λου, κάτι θέλει, μας κοιτάει συνέχεια».

«Φοβάσαι; Ένα σωρό κόσμος είναι εδώ».

«Λου, έρχεται προς το μέρος μας».

Πράγματι, η κοπελίτσα πλησιάζει προς τα κορίτσια. Είναι κοντούλα και μαζεμένη. Μοιάζει με κορίτσι της επαρχίας που δεν έχει ξεθαρρέψει στην Αθήνα. Έρχεται μπροστά τους, κοιτάει τη Νίκη και της λέει:

«Μπορώ να σου πω;»

Ξαφνιάζονται τα κορίτσια.

«Πες μου», λέει η Νίκη.

«Θέλω να είσαι μόνη σου Πάμε πιο πέρα να σου πω».

Κοιτάζονται τα κορίτσια.

«Νίκη, μην πας. Φοβάμαι».

«Μη φοβάσαι, Λου, εδώ πιο πέρα θα είμαστε. Θα μας βλέπεις».

Νίκη και κοπελίτσα πάνε πιο πέρα, στο οπτικό πεδίο της Λου πάντα. Η Νίκη κοιτάει την κοπελίτσα απορημένη.

«Πες μου», της λέει.

Εκείνη, χαμηλώνει το κεφάλι σα να ντρέπεται.

«Έκανα πιάτσα εδώ πιο κοντά και με πήρε αυτός ο κύριος με το αυτοκίνητό του». Δείχνει προς το δρόμο, στο κάτω μέρος της πλατείας, όπου φαινόταν ένα αυτοκίνητο σταματημένο με αναμμένα τα φλας, έξω ακριβώς από το Βρετανικό Συμβούλιο. Διακρινόταν ένας κύριος στο τιμόνι που κοίταζε την κοπελίτσα και τη Νίκη. Η κοπελίτσα συνέχισε:

«Με θέλει για τη γυναίκα του, γι’ αυτό βγήκε, για να πάρει γυναίκα από το δρόμο. Στη γυναίκα του αρέσουν οι γυναίκες και βγαίνει αυτός να της βρει. Αλλά εγώ είμαι εγχειρισμένη, δεν μπορώ να πάω… Δεν θέλουν άντρα που εγχειρίστηκε, θέλουν κανονική γυναίκα, όχι από εγχείρηση… Σε είδε να κάθεσαι στο παγκάκι με το άλλο κορίτσι, υπέθεσε ότι για να κάθεστε εδώ ίσως κάνετε πιάτσα, και με έβαλε να έρθω να σε ρωτήσω αν θες να πας εσύ στη θέση μου, που είσαι γυναίκα. Πληρώνει καλά. Θα πας με τη γυναίκα του και αυτός θα κοιτάει».

Η Νίκη κοίταζε την κοπελίτσα μουδιασμένη. Χαμογέλασε αμήχανα.

«Δεν κάνω πιάτσα», της είπε, «κάθομαι εδώ με τη φίλη μου για λίγο, και μετά θα πάμε να βρούμε τα αγόρια μας…»

Απομακρύνθηκε η κοπελίτσα, επέστρεψε στο παγκάκι η Νίκη και η Λου την περίμενε γεμάτη αγωνία. Η Νίκη τής είπε τα καθέκαστα. Γελάσανε και φύγανε. Περπατούσαν αργά, συζητώντας σε όλο το δρόμο, το δρώμενο με την εγχειρισμένη.

Περασμένα μεσάνυχτα έφτασαν στη Ντέμπεσι, το υπόγειο κλαμπ πίσω από το Χίλτον, που έπαιζε ροκ μουσική. Εκείνη τη στιγμή έπαιζε Doors, το Roadhouse Blues. Στην πίστα είχε ανέβει κάποιος και χόρευε μόνος του. Η Λου πήγε στο μπαρ και παρήγγειλε ποτά και για τις δυο τους. Η Νίκη κατέβηκε στο υπόγειο, να πάει στην τουαλέτα. Κατεβαίνοντας, είδε κόσμο στο χολ. Εφτά οχτώ αγόρια είχαν κάνει κύκλο και είχαν κατεβάσει τα παντελόνια τους. Στη μέση του κύκλου ήσαν δυο κορίτσια που σύχναζαν στη Δεξαμενή.. Ήσαν γυμνές και οι δύο και η μία χάιδευε την άλλη. Τα αγόρια γύρω τους τραβούσαν μαλακία κι έχυναν πάνω τους. Η Νίκη στάθηκε προς στιγμή και κοίταξε. Στον κύκλο με τα αγόρια ήταν και ο Τάσος. Αυτός ανέβαινε με τους φίλους του στις ταράτσες των πολυκατοικιών, στην Πατριάρχου Ιωακείμ, Λουκιανού και αλλού, και κλέβανε ακριβά ρούχα που ήσαν απλωμένα, κυρίως τζιν παντελόνια Wrangler. Έκλεβαν και δαντελένια σουτιέν και τα χάριζαν στις φίλες τους. Έπειτα η Νίκη μπήκε σε μια τουαλέτα. Ο Morrison μόλις τέλειωνε και ξεκινούσε το Smoke on The Water με τους Deep Purple. Η Νίκη βγήκε από την τουαλέτα. Τα αγόρια και τα γυμνά κορίτσια ήσαν ακόμα εκεί. Κάποια από τα αγόρια αυνανίζονταν ακόμα, κάποια κούμπωναν το παντελόνι τους. Η Νίκη ανέβηκε πάνω και πήγε στη Λου. Ήπιε μια γουλιά από το ποτό της και σκέφτηκε τον Γιάννη που είχε καιρό να τον δει. Κοίταξε γύρω.




                Ιστορία τρίτη: Όταν το Datsun ήρθε στο Κολωνάκι



Οδός Χάριτος. Το πρώτο τοστάδικο Έβερεστ που άνοιξε στην Ελλάδα. Η Χάριτος τότε ήταν ακόμα δρόμος αυτοκινήτων, δεν είχε γίνει πεζόδρομος. Χαμός στο Έβερεστ από παιδιά. Κορυφαία τα τοστ και τα σάντουιτς που έφτιαχνε. Ήταν το μόνο μέρος που μπορούσε να πηγαίνει η Κωνσταντίνα. Εκεί της επέτρεπε η θεία της η Κολωνακιώτισσα, πουθενά αλλού.

 Η Κωνσταντίνα ήταν ένα φτωχό παιδί που η μητέρα του το έδωσε σε μια πλούσια συγγενή να το μεγαλώσει, γιατί η ίδια δεν μπορούσε οικονομικά. Την πήρε την Κωνσταντίνα η συγγενής στο Κολωνάκι, μια χήρα από νεαρή ηλικία χωρίς δικά της παιδιά, οπότε η οικογένεια του κοριτσιού ευελπιστούσε ότι η Κολωνακιώτισσα μακρινή συγγενής ίσως και να άφηνε κληρονομιά το διαμέρισμα στο Κολωνάκι στην κόρη τους. Η θεία ήταν φανατική θεούσα. Το σπίτι μύριζε μονίμως λιβάνι και το καντήλι δεν έσβηνε ποτέ. Έβαζε την μικρή Κωνσταντίνα, δέκα τριών, δέκα τεσσάρων χρονώ κοριτσάκι, να πηγαίνει στη Μονή Πετράκη και να εξομολογείται κάθε βδομάδα και κάθε Κυριακή να μεταλαμβάνει. Και βόλτες στο Κολωνάκι όχι η Κωνσταντίνα, γιατί το Κολωνάκι ήταν πονηρό και θα διέφθειρε τη μικρή Κωνσταντίνα, σύμφωνα με την πλούσια θεία. Μόνο στο Έβερεστ τής επέτρεπε να πηγαίνει και εκεί όχι συχνά, μια φορά το μήνα. Τις υπόλοιπες ημέρες η Κωνσταντίνα ήταν στο σπίτι και διάβαζε γιατί, συν τοις άλλοις, έπρεπε και να είναι και καλή μαθήτρια, στο Μαράσλειο.

Η Κωνσταντίνα δεν είχε πολλές παρέες στο σχολείο ούτε στη γειτονιά, δεν ήθελε η Κολωνακιώτισσα θεία. Οι παρέες μπορεί να διέφθειραν τη μικρή προστατευόμενη και να μην της επέτρεπε κατόπιν ο παπάς στη Μονή Πετράκη να κοινωνήσει. Κάνα δυο φίλες είχε μόνο και αυτές με το στανιό. Μία από αυτές, η Μπία - από το Ευλαμπία. Η Μπία, πλουσιοκόρη. Στην οδό Ραβινέ το σπίτι της, τεράστιο, όλος ο όροφος, μοντέρνοι οι γονείς της, νέοι στην ηλικία, είχαν δύο μπουτίκ, μία στη Σκουφά και μία στην Κηφισιά, ψήφιζαν ΚΚΕ εσωτερικού και τσακώνονταν με την υπηρέτριά τους που ψήφιζε Καραμανλή επειδή ήταν ωραίος άντρας – όπως τους έλεγε. Η Κωνσταντίνα κάποιες φορές τηλεφωνούσε στην Μπία κρυφά από τη θεία, όταν εκείνη κοιμόταν, και της μιλούσε σιγά, γιατί είχε ανάγκη να μιλήσει με μια φίλη.

«Μπία, είμαι στενοχωρημένη».

«Τι έγινε Κωνσταντίνα μου;»

«Θέλω να γυρίσω στο πατρικό μου κι ας μην έχω να φάω».

«Τι συμβαίνει, θα μου πεις; Έχεις προβλήματα με τη θεία σου;»

«Όχι ακριβώς με τη θεία, αλλά με τους παπάδες στη Μονή Πετράκη που με στέλνει η θεία να εξομολογηθώ».

«Πάλι για εξομολόγηση πήγες;»

«Πάλι».

«Μα, καλά, τι αμαρτίες πρόλαβες να κάνεις από την τελευταία φορά;»

«Καμία. Αλλά η θεία λέει ότι για να κοινωνήσω πρέπει πρώτα να έχω εξομολογηθεί για να είμαι καθαρή να λάβω τη θεία κοινωνία».

«Κι άμα δεν πας να εξομολογηθείς και της πεις ψέματα, ότι πήγες; Έλα στο σπίτι μου να καθίσεις και της λες ότι πήγες στη Μονή Πετράκη».

«Κι άμα το μάθει και με διώξει από το σπίτι της; Οι δικοί μου δεν έχουν λεφτά να με πάρουν στο σπίτι μας».

«Πώς να το μάθει;»

«Τους γνωρίζει τους παπάδες στη Μονή Πετράκη. Τους δίνει λεφτά για τους φτωχούς».

«Και τώρα τι έγινε και είσαι στενοχωρημένη;»

«Ξέρεις τι με ρώτησε ο παπάς; ‘Έχεις βγάλει τρίχες στο μουνάκι σου;’»

«Τι σε ρώτησε;»

«Δεν μπορώ να φωνάξω, θα ξυπνήσει η θεία. Αν έχω βγάλει τρίχες στο μουνάκι μου».

«Ο παπάς;»

«Ναι».

«Και εσύ, τι έκανες; Τι του απάντησες;»

«Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Ντράπηκα. Κοίταξα το πάτωμα. Και ξέρεις τι μου είπε μετά;»

«Τι;»

«Λες αλήθεια, παιδί μου; Γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός αν λες ψέματα. Δείξε μου το μουνάκι σου να δω αν λες αλήθεια».

«Α, τον παλιάνθρωπο! Εγώ θα το έλεγα στη μαμά μου! Το είπες στη θεία σου;»

«Όχι. Σηκώθηκα και έφυγα τρέχοντας και δεν είπα τίποτα στη θεία γιατί θα με έλεγε ψεύτρα. Τους παπάδες τους πιστεύει πολύ. Αυτόν θα πίστευε, όχι εμένα».

«Μην στενοχωριέσαι Κωνσταντίνα μου, θες να το πούμε στη μητέρα μου και να μιλήσει αυτή στη θεία σου;»

«Όχι, όχι. Ξέρεις τι θέλω; Να σου πω;»

«Πες μου».

«Να πάμε μια βόλτα να ξεσκάσω λίγο. Όλο μέσα, μέσα, έχω σκάσει».

«Πώς να πάμε αφού η θεία σου δεν σε αφήνει να βγαίνεις;»

«Άκου. Την άλλη βδομάδα θα μπει στο ΝΙΜΙΤΣ για εξετάσεις, ίσως χρειαστεί να εγχειρήσει το πόδι της, το κότσι. Οπότε, μπορούμε να βγούμε και να επιστρέψουμε όποτε θέλουμε. Όχι πολύ αργά βέβαια, γιατί δεν θέλω να της λέω ψέματα».

Πράγματι, την άλλη βδομάδα η πλούσια θεία μπήκε στο ΝΙΜΙΤΣ για εξετάσεις. Η Κωνσταντίνα έμεινε δυο βράδια μόνη. Το πρώτο από αυτά βγήκε με την Μπία βόλτα. Πήγαν στην πλατεία Κολωνακίου να φάνε τοστ στο Έβερεστ. Η Κωνσταντίνα θα μπορούσε να αργήσει κάπως να γυρίσει στο σπίτι. Ήταν ευτυχισμένη. Κοίταζε τα φώτα στη Χάριτος, τα καταστήματα, τις μπουτίκ, τον κόσμο, σαν παιδάκι έκανε από τη χαρά της. Γελούσε ολόκληρη. Κάποια στιγμή και ενώ βρίσκονταν ακόμα στη Χάριτος και έτρωγαν παγωτό μετά το τοστ, άκουσαν φασαρία. Γυρνάνε προς το μέρος που ακουγόταν η φασαρία. Απέναντί τους ακριβώς, εκεί, στη Χάριτος, ήταν ένα κλαμπ. Εκείνη τη στιγμή βλέπουν να βγαίνει από το κλαμπ ένας άντρας μ’ έναν άλλον νεότερο άντρα, και οι δυο τους να τραβάνε από τα μαλλιά μια γυναίκα. Που, όπως είδαν μετά καλύτερα τα κορίτσια, ήταν μια τραβεστί με ξανθιά περούκα. Οι δύο άντρες χτυπούσαν άγρια την τραβεστί και δεν έμπαινε κανείς ανάμεσά τους να τους χωρίσει. Η ξανθιά περούκα κάποια στιγμή έμεινε στα χέρια του ενός άντρα και ο άντρας αυτός την κοπανούσε στο κεφάλι της τραβεστί. Εκείνη έκλαιγε και φώναζε. Ήταν ψηλόσωμη, με ψηλές γόβες, μίνι εφαρμοστό φόρεμα και έντονο βάψιμο. Οι δύο άντρες την κλωτσούσαν και τη χτύπαγαν. Η τραβεστί έκλαιγε κι έπιανε το ξυρισμένο κεφάλι της να το προστατεύσει από τα χτυπήματα. Οι άλλοι συνέχιζαν να την χτυπάνε και να την κλωσάνε, δεν την άφηναν από τα χέρια τους, μέχρι που έφτασαν και οι τρεις μαζί στην πλατεία. Μπία και Κωνσταντίνα ακολουθούσαν το δρώμενο όπως και διάφοροι άλλοι. Έξω από τον Μπόκολα είχαν παρκάρει πρόχειρα, με αναμμένα τα φλας, ένα Datsun, δίπλα στην κίτρινη Lotus. Πετάνε στα μούτρα της τραβεστί την ξανθιά περούκα, μπαίνουν στο Datsun και φεύγουν. Η τραβεστί κουλουριάστηκε κάτω στο πεζοδρόμιο κι έκλαιγε. Κάποιοι άντρες από το κλαμπ της Χάριτος που παρακολουθούσαν τη σκηνή από απόσταση, όταν απομακρύνθηκε το Datsun την πλησίασαν και προσπαθούσαν να τη συνεφέρουν.

Πλησίασε και η Κωνσταντίνα με τη Μπία, όπως και οι περαστικοί που παρακολουθούσαν. Ακούει η Κωνσταντίνα την τραβεστί να λέει μέσα στο κλάμα της:

«Ο πατέρας μου ήταν και ο αδελφός μου… Κάποιοι τους είπαν ότι στην Αθήνα που ήρθα δεν σπουδάζω αλλά δουλεύω ως τραβεστί και πήραν το Datsun και ήρθαν να με βρουν…»

Το θέμα είναι ότι, η όλη σκηνή, μέσα στην τραγικότητά της, άρεσε πολύ στην Κωνσταντίνα. Γυρνάει και λέει στη Μπία:

«Μπία, αυτά γίνονται εδώ στο Κολωνάκι; Έχει πάντα κόσμο που τσακώνεται και κάποιοι παρακολουθούν τρώγοντας σάντουιτς και κορνάρουν τα αυτοκίνητα και άλλοι γελάνε και άλλοι σφυρίζουν και γίνεται όλος αυτός ο χαμός; Να ξανάρθουμε Μπία μου! Ξεσκάω στην πλατεία!»

«Όχι Κωνσταντίνα μου», της λέει η Μπία, «δεν συμβαίνουν πάντα αυτά. Έτυχες πάνω σε αυτό το γεγονός και αυτό είναι όλο».

«Όχι, Μπία μου! Άκου που σου λέω», επέμενε η Κωνσταντίνα. «Κάτι ξέρει η θεία που δεν με αφήνει να έρχομαι στη πλατεία. Φαίνεται, θα γίνονται συχνά αυτά τα πράγματα, Πόσο μου άρεσε απόψε η βόλτα μας! Πόσο διασκέδασα! Να ξανάρθουμε στο Έβερεστ, έτσι; Σε παρακαλώ! Τι ωραία πέρασα! Το φαντάζεσαι να ήμουν τώρα στο γεροντίστικο σπίτι της θείας που μυρίζει λιβάνι; Ούτε που τον θυμάμαι τον γέρο τράγο που με ρώτησε για το μουνάκι μου! Να ξανάρθουμε, Μπία μου στο Everest

Τα μάτια της ήταν φωτεινά και έλαμπε ολόκληρη.

 

 


Δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2023 στο τεύχος  Νο 76

      του περιοδικού  «δε|κατα» με θέμα: «κατα - στροφές».     

   Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού  ποιητή και συγγραφέα,

                                                 Ντίνο Σιώτη,  για τη δημοσίευση.